Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα

См. также в других словарях:

  • διατειχίζω — (AM διατειχίζω) αποχωρίζω και οχυρώνω έναν τόπο με τείχος αρχ. 1. διαχωρίζω («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα) 2. παθ. διαχωρίζομαι, ξεχωρίζω σαφώς («διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»