-
1 δια-τειχίζω
δια-τειχίζω, durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσϑμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.
-
2 διατειχίζω
A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq. 818;τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44
;τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2
.2 divide as by a wall,ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6
: metaph., keep apart,φῶς καὶ σκότος Ph.1.632
, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατειχίζω
-
3 ἐπηρεάζω
ἐπηρεάζω (ἐπήρεια), drohen, bedrohen, Her. 6, 9; allgemeiner, zu beeinträchtigen suchen, verleumden, mißhandeln, οἱ κατήγοροι καὶ οἱ ἐπηρεάζοντες Antiph. 6, 8; τινί, Xen. Mem. 1, 2, 31; Is. 2, 28; Dem. Lept. 142; τοῖς ψηφίσμασιν 18, 320; αὐτὸν ἑαυτῷ Plut. Fab. 19; seltener c. gen., Luc. nav. 27 u. Sp.; nach Schol. Ar. Nub. 874. συκοφάνται καλοῠνται οἱ ἐπηρεάζοντες; Xen. Conv. 5, 6 sagt ἡ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα. Bei Sp., wie N. T., auch mit dem acc. u. εἴς τινα. Vgl. das Folgde.
-
4 ἐπηρεάζω
A threaten abusively,λέγειν ἐπηρεάζοντες Hdt.6.9
: c. acc., speak disparagingly of,τὴν ἀγαθὴν ἀναστροφήν 1 Ep.Pet.3.16
.II deal despitefully with, act despitefully towards, c. dat. pers., X.Mem. 1.2.31;ἐ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω D.21.14
, etc.; ἐ. ψηφίσμασι καὶ νόμοις oppose them insolently, Id.18.320;τινός Luc.Nav.27
; , Ev.Luc.6.28, etc.;εἰ δ' ἄν τις.. ἐπηρειάζεν δέατοι ἰν τὰ ἔργα IG5(2).6.46
(Tegea, iv B.C.): abs., to be insolent, Antipho 6.8; :— [voice] Pass., to be insulted, Lys.29.7, D.21.15, D.S.36.11, Ph.2.52, PGen. 31.18 (ii A.D.):—later [voice] Med. in act. sense,τινί PLond.3.846.6
(ii A.D.).III of the action of disease,διάφορα ἐ. μόρια Steph.in Hp. 1.204
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπηρεάζω
См. также в других словарях:
διατειχίζω — (AM διατειχίζω) αποχωρίζω και οχυρώνω έναν τόπο με τείχος αρχ. 1. διαχωρίζω («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα) 2. παθ. διαχωρίζομαι, ξεχωρίζω σαφώς («διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον», Λουκ.) … Dictionary of Greek